- σεισμοπαθής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή1. αυτός που έπαθε καταστροφές από το σεισμό: Δόθηκε έκτακτη οικονομική βοήθεια στους σεισμοπαθείς.2. περιοχή που δονείται συχνά από σεισμούς: Στις σεισμοπαθείς περιοχές χτίζονται αντισεισμικά σπίτια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.